31 Ιαν 2009

ΟΤΑΝ ΚΑΤΑΛΑΒΑ

Όταν κατάλαβα
πως εγώ ο Κάιν κι ο αδελφός μου Άβελ
ή εγώ ο Άβελ κι ο αδελφός μου Κάιν
(στο μακρύ διάβα του χρόνου
δεν έχει ιδιαίτερη σημασία
το ποιος ήταν ποιος)
θα ήμασταν υποχρεωμένοι να κοιμηθούμε για πάντα
κάτω απ' την ίδια αδιάβροχη κουβέρτα,
έχασα κάθε ενδιαφέρον για το φόνο.


ΦΑΙΔΩΝ ΠΟΛΙΤΗΣ

[ΚΑΛΑ ΘΑ ΚΑΝΟΥΝ]

Καλά θα κάνουν τα ποιήματα
με τις εύπεπτες αυταπάτες τους
να αθροίζονται σε μία της ψυχής μεριά

που να την βλέπει ο ήλιος.
Καλά θα κάνει να μας ξαναπλάσει ο θεός.


ΣΤΡΑΤΗΣ ΠΑΡΕΛΗΣ

ΑΝΟΙΞΗ ΤΩΝ ΦΙΔΙΩΝ

Τώρα που ήρθε ο καιρός να ξυπνήσουν τα φίδια
αναρωτιέμαι αν θα ’ναι
τα ίδια τα παλιά
που ντροπαλά κρύβονταν από μπροστά μας
για να μη μας τρομάξουν
με την έλλειψη αναστήματος.

Άραγε, θα ’χουν την ίδια συστολή κι αυτεπίγνωση
τα φετινά δηλητήρια;

Όλο το χειμώνα νοσταλγούσα
τους αθώους γκριζοπράσινους φόβους
που αργοσάλευαν κρατώντας
ασπίδα πλατύγυρο άνθος
σημαία εκεχειρίας και συνδιαλλαγής.

Την άνοιξη αυτή,
που τ’ αηδόνια θρηνούν σε καμένα κλαριά,
προσμένω αλλόκοτα φίδια,
γενιά δεινόσαυρου θανάτου.

-Θα γυρίσω στην αυλή σου, Ροδούλα,
τώρα που πέθανε ο παππούς παραμυθάς
για να σου κρατήσω συντροφιά,
ως την ώριμη εποχή
που θα φύγουν με τον άνεμο οι βάρβαροι
κι ανθίσεις τον εαυτό σου στα κλωνάρια σου.

Φίδια γαλάζια
απ’ των παραμυθιών τα σκοτάδια θα ’ρθουν
να σβήσουν απ’ το χώμα
τα βέβηλα ίχνη.


ΣΤΑΥΡΟΣ ΣΤΑΥΡΙΔΗΣ

28 Ιαν 2009

ΜΑΘΗΜΑ ΑΜΕΣΟΤΗΤΑΣ

Επειδή άκουσες πως η γη
φωτιά κρύβει στα σπλάχνα της,
ξέρω να μη λες.
Μόνο αν κατοικείς
στην πλαγιά του ηφαιστείου,
τότε μονάχα ξέρεις.


ΜΑΡΙΝΕΛΛΑ ΒΛΑΧΑΚΗ

ΑΝΑΛΛΟΙΩΤΑ

Στις άλλες μνήμες
όσες θέλει ας δίνει η φαντασία παραλλαγές:

.........Στο άφρισμα της θάλασσας
……...που αγγίζουν τα δάχτυλα των ίσκιων
.........οδοιπορώντας πάνω στα πλήκτρα των ωρών
.........ή σε μια πιο σκούρα απόχρωση
.........που παίρνει ο ουρανός τη νύχτα
.........καθώς βαθαίνει στον ορίζοντα

Αλλά σ’ εκείνη την εικόνα
που χάιδεψαν τα μάτια μου,
σ’ εκείνη τη στιγμή
που μένει ακίνητη στα χείλη μου,
η φαντασία τίποτα δεν έχει να προσθέσει

ΜΑΝΩΛΗΣ ΜΕΣΣΗΝΗΣ

[Ο ΤΟΜ ΚΑΙ Ο ΤΖΕΡΡΥ]

Ο Τομ και ο Τζέρρυ
σταματημένες συνεδρίες. Τέρμα το εκστατικό ταξίδι
κι η ισοπεδωτική διαδρομή
προς τη σακούλα με τα ψώνια
περιγραφικά
ασκίαστα
ζεστή μυρωδάτη μεσιτεία δουλείας Τζέρρυ
η διαγραφή του κύκλου εργασίας στο ψωμάδικο

σου ήταν δύσκολο ν’ αποφύγεις το θεμελίωμα σημασιών
όλο στεγνά δοκάρια να μη χωράει να παρεισφρήσει
το λιώσιμο καμιάς νεφέλης

τώρα ανύποπτα ο αχός της εμβάπτισης
στα αρμονισμένα αρμυρίκια
τολμηρά κτερίσματα η τραγουδιστή σαρκοφάγος Τομ

σταματημένα σκυλιά ταιριασμένα στο πλέξιμο
χελιδονίσματος
Από τέφρα Μνησιπήμων δόμος

κάμποι στην αμμουδιά αέρας κοιμίζει το ξημέρωμα


ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΖΕΡΒΑΝΤΩΝΑΚΗ

ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΣΗ

Η πλατεία ήταν γεμάτη
σαν άνοιξη ελπίδας και ζωής.
Τέσσερις στο ρολόι, μια γενιά
περασμένη, ξεχασμένη.
Η νέα ματιά της αμφισβήτησης
φαντάζει κυνήγι θησαυρού
και ο νέος κομφορμισμός
αγγίζει τα όρια της αγάπης.

ΧΡΗΣΤΟΣ ΖΕΡΒΑΣ

25 Ιαν 2009

ΜΥΘΟΣ ΚΑΙ ΕΠΙΜΥΘΙΟ

Απτό σώμα ορατό ο Μύθος
με οστά γυμνωμένα με ζωή παρελθούσα
χτισμένος από όνειρα και ευτυχίες
μνήμες χωμένες σε τάφους και επιτύμβια.

Ξεκίνησε ο Μύθος κοχλίας σιγαλός
ιστός αράχνης διάπλεκτος πανούργος
με νοήματα και σκοπούς και διδάγματα
ατελείωτος, αινιγματικής ζωής όναρ.

Τραγικός και μονήρης της ζωής μου ο Μύθος.
Χτισμένος από γενεές περασμένες
με προσοχή, με σχέδια, με ενύφανση.
Προσωπείο Κώμου. Πυθία δαφνομασούσα.

Αμφίβολο το νόημα του Μύθου.
Το περίβλημα της ιστορίας ατασθαλές.
Η πορεία ερωτηματική, η αξία ερίζουσα
λύτρωση στο τέρμα η ατέρμονη χθόνια αναζήτηση.

Το επιμύθιο δεν επιλύει το Μύθο.
Ξεγελά τα πλήθη με πλανερά νοήματα.
Του ξεφεύγει πως ο ήρωας του Μύθου
για το Μύθο έζησε κι όχι για το επιμύθιο.

Επιμύθια ο πλούτος των ανοήτων.
Των φρονίμων κενοτάφια τα επιμύθια των Μύθων.
Δάσκαλος μέσα στο Μύθο ο ήρωας.
Πλανερός θάνατος το επιμύθιο
στις εφημερίες των εφημέρων βροτών.


ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΣ

23 Ιαν 2009

ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑ

Κι αν η στιγμή
κάποτε σου φάνηκε
αιώνια
είναι επειδή
η αιωνιότητα
κρατάει μόνο μία
στιγμή.


ΧΡΙΣΤΟΣ ΣΙΨΗΣ

ΕΙΝΑΙ ΣΑΝ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ

Όταν βγάζεις τα ρούχα σου
είναι σαν παγκόσμιος πόλεμος.

Σκέφτομαι πόσα κορμιά χαθήκανε
στις μάχες
πόσοι αιχμάλωτοι στους
βελουδένιους σου βυθούς.


ΑΝΤΩΝΗΣ ΑΝΤΩΝΑΚΟΣ

21 Ιαν 2009

[ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ]

Κύριε,
αφού είχες πει: «Ελεύθερος»…
Τί σε έπιασε
και πέταξες εντός μου τα κλειδιά;


ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΟΤΑΜΙΤΗΣ

20 Ιαν 2009

ΚΟΣΟΒΟ

Στο Κόσοβο –βάϊ βάϊ– μαύρο Κόσοβο
σκοτώνουν τους ποιητές

Στο Κόσοβο –βάϊ βάϊ– μαύρο Κόσοβο
μ’ έχουν σκοτώσει

Στο Κόσοβο –βάϊ βάϊ– μαύρο Κόσοβο
για νερό έρχονται οι όμορφες

Κρύο νερό απ’ τα μαύρα μάτια μου

Οι όμορφες –βάϊ βάϊ– βάϊ
......να γιομίσουν τις στάμνες τους
......να δροσίσουν τους κόρφους τους.


ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΜΠΑΣΙΑΚΟΣ

ΝΑ 'ΧΑΜΕ

Να ’χαμε λέει
ένα πέρασμα όνειρο
και μέτρα γης ατόφια
Σκόρπια λουλούδια
έρωτα
τραγούδια της αγάπης

Κι ένα πουλί μικρό πουλί
το χρόνο να κοιμίζει


ΜΕΡΗ ΛΙΟΝΤΟΥ

18 Ιαν 2009

[ΑΠΟ ΤΗ ΣΤΕΓΗ ΚΑΤΩ]

Από τη στέγη κάτω
κι απ' τα ριζά πιο μέσα
έθαβα μιαν αγάπη.
Χωρίς ανάσα στη φτυαριά

Κιτρίνιζαν τα χέρια μου.
Τριβόμουν φύλλο


ΤΖΙΝΑ ΜΟΥΚΡΙΩΤΗ

ΣΤΗΝ ΟΥΡΑ

Και περιμένω στο ταμείο να πληρώσω
τα λίγα πράγματα που ψώνισα και λέω:
“αν βιάζεσαι έλα πιο μπροστά”- στον τελευταίο
και μεγαλώνει η χαρά μου άλλο τόσο.

Έτσι μπορώ να σε κοιτάζω, που τα ψώνια
κρατάς, τα πλήκτρα σαν χτυπάς στη μηχανή σου
“δέκα κι εξήντα…” λες, κι ακούω τη φωνή σου,
βλέπω τα χέρια σου που δίνουν τα κουπόνια.

Παρατηρώ τους μορφασμούς, το φέρσιμό σου,
όταν ψιλά τα ρέστα δίνοντας γυρεύεις.
Χαριτωμένα που γελάς, που σοβαρεύεις
-διαβάζω πια κάθε γραμμή στο μέτωπό σου.

Ξέρω πως φτιάχνεις τα μαλλιά σου σαν βαριέσαι
ξέρω τα χείλη πως δαγκώνεις όταν λάθος
κάνεις μια πράξη και φαντάζομαι τι πάθος
θα ʼχει το στόμα σου την ώρα που φιλιέσαι!

Ξέρω αν χαίρεσαι κρυφά κι αν υποφέρεις
ξέρω τι άρωμα φοράς-πότε τʼ άλλάζεις
ξέρω ακόμα απʼ το θυμό σου πότε βράζεις
με ένα δύστροπο πελάτη. Μα δεν ξέρεις

κι εσύ πως έρχομαι για σένα κάθε βράδυ,
άγνωστος μέσα σε αγνώστους, να ψωνίσω
μήπως και βρω μια αφορμή να σου μιλήσω
και τʼ άγγιγμά σου το τυχαίο νιώθω…χάδι!

Πέρασε η ώρα…φτάνω μπρος απʼ το ταμείο
Κανείς ξωπίσω μου να δώσω τη σειρά μου.
Πάει…τελείωσε κι απόψε η χαρά μου…
“Οκτώ και πέντε…ευχαριστώ κύριε…αντίο…”


ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΣΟΛΔΑΤΟΣ

ΔΙΑ ΠΑΝ ΕΝΔΕΧΟΜΕΝΟΝ

Να κλείσουμε τα παραθυρόφυλλα,
να κλείσουμε τα μάτια,
τις χαραμάδες που μπάζουν,
βιβλία και παλιούς λογαριασμούς.

Να κλείσουμε θέσεις για το θέατρο,
το γήπεδο και τον παράδεισο.
Να κλείσουμε το διάβολο στο μπουκάλι.

Να κλείσουμε τα στόματα,
τους ενόχους στη φυλακή,
τα τιμαλφή στη θυρίδα...

...και ο τελευταίος να κλείσει την πόρτα.


ΦΩΦΗ ΚΑΡΟΥΝΤΖΟΥ

17 Ιαν 2009

ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ

Απ’ το πρωί σήμερα κάτι δεν πάει καλά
μα δεν ξέρω τι.
Όλα μου φταίνε και τίποτα δεν με προκαλεί.
Τα βάζω με τον εαυτό μου μα και πάλι
τον βρίσκω σε όλα βολικό. Τρίτος δεν υπάρχει.
Τότε λοιπόν θα φταίει αυτή η συννεφιά
που μήτε τον ήλιο αφήνει να φανεί
μήτε σε μπόρα ξεσπά.
Κάτι αραιές ψιχάλες, που ούτε ναι λένε ούτε όχι
είναι το πρόβλημα.

Ας μείνουμε όμως εδώ˙
στη μοναξιά και στη θλίψη μας˙
κι’ ας μην πούμε πως μια νεροποντή
που θα κατέκλυζε τα πάντα
θα ήταν λύση.

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΒΒΟΥΡΑΣ

14 Ιαν 2009

ΕΠΙΓΡΑΜΜΑ

Δεν είναι ότι δεν μπόρεσες· δε θέλησες πολύ·
κι απ’ τη φωτιά αχάιδευτα θα μείνουνε τα μέλη·
ξεχνάς πως έρχετ’ ο καιρός που πλέον δεν μπορεί
όποιος για χρόνια ολόκληρα την πυρκαγιά δε θέλει.

ΘΕΟΔΟΣΗΣ ΒΟΛΚΩΦ

13 Ιαν 2009

ΣΚΗΝΕΣ ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ ΚΑΙ ΑΛΛΟΥ

Ο ήλιος πάλι ξέχασε να βγει.
Ανέμελος αποκοιμάται στα χρυσά του
δώματα. Στη θέση του από το πρωί
κορδώνονται με ξιπασιά τα γκρίζα σύννεφα.

Η πέτρινη εκκλησιά της γειτονιάς γκρεμίζεται
εντός του τετραγώνου. Το καμπαναριό
ψάλει την πτώση του με υπόκωφη φωνή
το "Δεύτε τελευταίον ασπασμόν" στον άνεμο.

Ύστερα σκόνη, κουρνιαχτός. Στο βάθος
τίποτα. Μονάχα οι όγκοι, άφιλοι
των στοιχισμένων πολυκατοικιών.

Μία γυναίκα κλαίει μόνη στο μπαλκόνι
(στον τρίτο όροφο συγκεκριμένα)
κι ο ποιητής, ελάσσων ή ελλιπής,
μητ' ένα δάκρυ να σφουγγίσει. Το λευκό
χαρτί μπροστά του είναι κοφτερό, αλλά
καθόλου απορροφητικό. Άσε τις
θλιβερές μουτζούρες πάνω του. Αυτός
τα μαύρα γράμματα τα ονομάζει
στίχους, ο κενόδοξος.

Καλύτερα να νύχτωνε πριν απ' το μεσημέρι.
Θα δούλευαν λιγότερο οι εργάτες.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΣΑΠΙΔΗΣ

ΔΙΣΥΛΛΑΒΟ ΒΛΕΜΜΑ

Εγώ θα σου μιλώ
με τ’ ανοιχτά φωνήεντα
κι ας σκιάζεσαι την έκπληξη

αγάπη αιφνίδια
και εύστοχο προσκέφαλο
πρωτότυπη περγαμηνή
το σύρτη γυροστρέφω
και φυγαδεύω την προφύλαξη
ποια νύχτα θα καταπιεί τα ίχνη;
σκιστήκανε οι φθορές στην πτώση
κι ανοίγει η βιτρίνα της άλλης εποχής μου

ξένο μου τρένο δισύλλαβο
πού κρέμασες το βλέμμα
ψιλόβροχο κι’ αγνάντι;

κάθε νύχτα
εγώ θα σου διαβάσω χέρια
και πράξεις αντοχής
όλη η αγάπη να ξεμυτίζει τη λεπτομέρεια
οδυνηρός παλμός
με το μισό σώμα εδώ
το άλλο πηγαινέλα
στη μελάνη της πλάτης
με τ’ αναστέναγμα του δράκου

γεννώ τη χάρτινη οδό των άγνωστων λέξεων
για ν’ ανεβάζουν προσδοκία
και λάθη
και κήπους
πρώτο ξύπνημα
αρνήσεις
και μορφασμούς

σου φέρνει ένα κύπελλο
απόψε ο ουρανός αστρόλεξα - κυματολέξεις

ΕΛΕΝΗ ΝΑΝΟΠΟΥΛΟΥ

12 Ιαν 2009

ΧΡΗΣΜΟΣ

Γύρισε προς τα μάτια σου και δες ό,τι απομένει
από τη λύπη των καιρών και των ωρών το θάμπος˙
είν' ώρα να σου μάθουνε των ουρανών οι εκτάσεις˙
πάντα πεθαίνουν τα πουλιά πριν από τα φτερά τους...

ΤΑΣΟΣ ΖΕΡΒΟΣ

11 Ιαν 2009

[ΑΡΧΙΠΕΛΑΓΟΣ ΚΙ ΑΝ ΕΙΣΑΙ]

Αρχιπέλαγος κι αν είσαι
τ' αλάτι σου αν δεν λείψει
τη δίψα πώς να σβήσω.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΑΛΠΟΥΖΟΣ

ΦΟΡΟΛΟΓΙΕΣ

Ματαίως προσπάθησα
να διαχωρίσω
το παρελθόν
από το παρολίγο ελθόν.
Ό,τι δεν ήρθε
έφυγε
όπως αυτά που ήρθαν.
Προς τι, λοιπόν,
η καταγραφή περιουσιακών αισθημάτων
και η συγκομιδή επικοινωνιακών αποδείξεων
όταν το παρόν φορολογεί
τα απερχόμενα
και τα μη ποτέ φανισθέντα
με το ίδιο ακριβώς ποσό;


ΣΠΥΡΟΣ ΑΡΑΒΑΝΗΣ

10 Ιαν 2009

ΑΝΔΡΟΣ

Σαν
Όλα τα δωμάτια που πέρασα
Τα δωμάτια που πέρασα.
Τώρα είμαι μια τρύπα μέσα στη νύχτα.
Η αυλαία της οκνηρίας.
Σκέφτομαι κάποια πράγματα με κάποια
Πράγματα.
Δεν έχω λόγους.
Pilsner για τα εγκώμια.
Τα χέρια μου συνιστούν θάλασσα, φουγάρα.
Στο άψε-σβήσε μία γραμμή για κάθε ορίζοντα.
Τα στοιχεία, η επεξεργασία:
Ο βόμβος για να περάσει πάνω απ’ το νερό
Χρησιμοποιεί το πλοίο.
Ένα παραπόρτι, κάποιος μάστορας.
Συμβόλαιο με τα ετερόκλιτα.
Δεν έχω λόγο να γράφω.
Το κύμα αλμυρά γάλατα.
Σαν
Κάποιες λέξεις που έγραψα
Οι λέξεις που έγραψα.


ΓΙΑΝΝΗΣ ΛΕΙΒΑΔΑΣ

ΠΕΤΡΩΝΙΟΣ

Όχι μόνο δεν επέτρεψε
στο Νέρωνα
ν' απλώσει χέρι απάνω του
μα
ούτε στο Θάνατο δεν καταδέχτηκε να πάει.

Άλυπος, αόργητος, αρρενικός
κάλεσε γύρω του συμπότες
διέταξε: φώτα
εδέσματα
αυλούς
κ' ενώ οι παίδες γέμιζαν τους κύλικες
πήρε το μαχαίρι
το σίδερο δίστασε- εκείνος όχι
το νερό ταράχτηκε- εκείνος καθόλου
οι φίλοι είπαν μη- εκείνος δεν είπε τίποτα
με μια κίνηση έκοψε τις φλέβες
-δίχως να κόψει την κουβέντα-
και γύρεψε κρασί.

Το κύπελλο έκανε κύκλο
κάποιος πέταξε ένα πείραγμα,
εκείνος το γύρισε πίσω,
μάλωσε για κάτι ασήμαντο στον υπηρέτη
και
συνέχισε ν' ανοίγει και να κλείνει την πληγή
αφήνοντας το Θάνατο να περιμένει
σαν αχθοφόρος- έξω.

Κανείς δεν τόλμησε να προσέξει
τη χλωμάδα π' απλωνόταν σιγά- σιγά
στ' αγαπημένο πρόσωπο.
Φρούτα και γέλια ζωντάνευαν τα στόματα
κι όταν το αίμα σώθηκε
κι ο Πετρώνιος ανεχώρησε
και μπήκε ο Θάνατος
-να διεκδικήσει το κουφάρι-
μόνον οι φλόγες των πυρσών
δεν μπόρεσαν να κρατηθούν
κι άρχισαν να τρέμουν.

ΚΩΣΤΑΣ ΣΟΦΙΑΝΟΣ

ΙΜΕΡΟΣ

Θα υπερβώ τους δισταγμούς και τα διλήμματα
Και θα ’ρθω να σε βρω στη μοναξιά σου
Θα σε γυμνώσω απ’ τα ρούχα που μου κρύβουνε το κάλλος σου
Και θα σου πιω όλο το νέκταρ των αγριολούλουδων
Κι όλο το γάλα των γεμάτων θηλυκότητα μαστών σου
Θα σε ρουφήξω μέχρι να γεμίσει τατουάζ

το δέρμα σου
Και να ανατριχιάσει όλο ρίγος το κορμί σου
Ύστερα θα χαράξω με μαχαίρι την ωραία πλάτη σου
Και τους υπέροχους χυτούς μηρούς σου
Και θα περάσω πυρωμένο σίδερο
Μεσ΄από την τρεμάμενη ανεμώνα της κοιλιάς σου
Κι όπως θα σέρνεσαι και θα σφαδάζεις από τα μαρτύρια
Θα σου γεμίσω με αλάτι τις πληγές

Ύστερα θα σου σφίξω με τα χέρια μου
Εκείνον τον περιπαθή λαιμό σου
Μέχρι τα μάτια σου τα ωραία και γεμάτα πρόκληση
Να μείνουνε για πάντα ανοιχτά

Κι όπως αργότερα θα μεταφέρω τα κομμάτια απ’ το πτώμα σου
Για να τα θάψω και να μη μ’ ανακαλύψουν
Θα θυμηθώ πως ξέχασα να κάνω μέσα σου έρωτα
Προτού διαμελίσω το κορμί σου
Και πως επίσης ξέχασα να πω πως σ’ αγαπώ
Προτού ν’ αρχίσω επάνω σου τις ειδεχθείς μου πράξεις

Ήταν το πάθος που με τύφλωνε
Κι ήθελα να σ’ εξαφανίσω
Για να σου πω μετά, με σιγουριά απόλυτη,
Πως μόνο εγώ σ’ αγάπησα με τέτοιο πάθος.
Τι κρίμα που δεν είσαι ακόμα ζωντανή
Να καταλάβεις επιτέλους δίχως δισταγμούς
Πως έτσι έγινες παντοτινά δικιά μου.

XΡΙΣΤΟΣ ΓΟΥΔΗΣ

ΕΡΠΕΤΑ ΚΑΙ ΕΡΠΕΤΑ

Σας μίλησα για το φίλο μου;
θα περιμένετε λίγο να ανοίξω τα δάση μου και την καρδιά μου
γιατί ο φίλος μου είναι ανέρπον ερπετό περιπολία
θέλει δέντρο άκαυτον κορμό
και κλαίει Πελοπόννησο και κόκκινη μηλιά

κι ο φίλος μου είναι δαπανημένος ζωή
μα κοιτάει πίσω μη μάτωσε τη χλόη
κι έτσι αρέσκεται γλωσσίδι ν' αγρυπνά
ανάμεσα σε υψηλά πουλιά και όρθιους ανθρώπους
ψυχρόαιμο στις εποχές του τεχνητού καλοκαιριού και
στο χειμώνα των παιδιών ζεστή κουλούρα
και το μάτι του άστρο σοφό και η ουρά του
να κροτάει μαστίγιο στα γεγονότα

σε τίποτα δεν το 'χει να απλώσει γέφυρα
για να σε πάρει απέναντι το φως
δεν το 'χει σε τίποτα να πει και σ' αγαπάω
γιατί μες στο φιδίσιο του στήθος
κατοικεί το πρώτο αγαθό και πλυμένα οστά συνόρων

μη μου ζητάτε λεπτομέρειες
είναι θέμα αξίας πόνου
ένα μόνο σας λέω αγαπήστε το μέσα από μένα
εμένα να με πιστεύετε
που αν χρειαστεί κάποτε να διασώσω ολίγην

ουράν του
πρώτος θα περάσω τις συμπληγάδες


ΣΩΚΡΑΤΗΣ ΞΕΝΟΣ

[Τ' ΑΠΟΣΤΗΜΑ ΘΑ ΣΠΑΣΩ]

Τ' απόστημα θα σπάσω
της σοδειάς σας.
Την άδεια σας κουλτούρα
κατουράω.
Σ' εφετεία στέλνω τους εφέτες
και τις επωμίδες στήνω
στ' απόσπασμα.


ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΛΑΧΟΣ

ΓΡΑΠΤΟ ΜΗΝΥΜΑ ΜΙΑΣ ΚΟΥΦΗΣ

Η αίσθηση του κόσμου ήταν λειψή,
από τη γέννησή μου ως τώρα.
Στο ιστορικό μου γράψανε: κουφή
κι έτσι έμεινε –μια κούφιαν ώρα.

Μες το μυαλό μου, ωστόσο, η μελωδία
με κατακλύζει, πλημμυρίζω από ήχους.
Των τραγουδιών διαισθάνομαι την αρμονία
κι έτσι συχνά μεθώ απʼ τους στίχους.

Τον κόσμο σας ποθώ να τον διαβάσω
στα στρογγυλά σημάδια στο χαρτί.
Της γλώσσας σας τα μυστικά να εξιχνιάσω
-ποτέ μου δε βολεύτηκα στην άκρα σιωπή.

Εντάχτηκα στη σκέψη σας, των ήχων
-το φλοίσβισμα, το θρόισμα και η ριπή του ανέμου
και μέσα τα χτυπήματα της πόρτας και των τοίχων-
ήχοι που δεν τους άκουσα στʼ αλήθεια εγώ ποτέ μου.

Κι ωστόσο, στα ποιήματα με σπρώχνει η φαντασία.
Τη γλώσσα σας χειρίζομαι και σας τη στέλνω πίσω.
Νʼ αφουγκραστείτε εδώ κι εσείς μία στιχομυθία
Που –αν και κουφή- μπορώ να εκφωνήσω…

…Πλέει το μήνυμά μου στο μπουκάλι,
μποτίλια στο νερό το πελαγίσιο.
Κι εγώ ετοιμάζομαι, απʼ την αρχή και πάλι
τα μυστικά μου να σας κοινωνήσω.


ΣΟΦΙΑ ΚΟΛΟΤΟΥΡΟΥ

ΟΙ ΜΥΡΩΔΙΕΣ ΤΗΣ ΧΑΡΜΟΛΥΠΗΣ

Ω, είσαι Θεός!
Η ψυχή μου εάλω
υποκλίνομαι
άπλωσε την παλάμη
να την γιομίσω πάθη

παράσυρέ με
στις μυρωδίες ξανά
της Χαρμολύπης
ότι στον Άδη εδώ
τήκομαι στις βρομιές μου.

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ

ΟΙ ΑΠΕΝΑΝΤΙ

ως εγωισμος μετρηθηκε
η εγνοια
για το ευτελες του δωματιου μεγεθος
και το βρωμικο των τοιχων
οταν ο φακος
συνελαβε
τους απεναντι

ΑΣΗΜΙΝΑ ΛΑΜΠΡΑΚΟΥ

ΛΑΙΜΗΤΟΜΟΣ ΜΑΜΑ

Εσύ γεννάς τις λέξεις.
Προσδιορίζεις τη φορά.
Την πορεία. Την κατεύθυνση.
Γραμματολογείς και συνθέτεις.

Σπάζουν οι συλλαβές
Καθώς απομακρύνομαι.
Μάνα της γλωσσοφαγιάς
Της σύνταξης μανούλα.

ΣΩΤΗΡΗΣ ΠΑΣΤΑΚΑΣ

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΜΙΚΡΟΥ ΝΟΕΜΒΡΗ

Γυρίζω γύρω από μολύβια και χαρτιά
Και κοινωνώ τους πρώτους χτύπους στη σελίδα
Αναζητώ απ’ της αφής τους τη φωτιά
Αρχή ξεκάθαρη κι όχι βαριά αλυσίδα

Μαγικός κόσμος του χαρτιού μου η φωλιά
Κι η αγκαλιά σου των ψεμάτων σου η φάτνη
Μες στον Νοέμβριο ν’ ανθίζει πασχαλιά
Κι από τον Αύγουστο να πέφτει η πρώτη πάχνη

Να κινδυνεύω να σωθώ από μια πλάνη
Την πιο κρυφή και ηττημένη ηδονή
Κάθε πρωί ξυπνώ αγκαλιά με μια αράχνη
Που την ταΐζω απ’ την παλιά μου την πληγή

Υπνοβατώ στο άγριο της νύχτας το μελάνι
Για ν’ αφορίσω της ημέρας τους λυγμούς
Και τραγουδώ για να ξορκίσω την πλεκτάνη
Γεννιέμαι ανάμεσα σε χίλιους πανικούς

Φτιάχνω ένα γέλιο δυνατό και θυμωμένο
Αθωωμένο απ’ το φως των αστεριών
Σε μια ολονύκτια πομπή θα περιμένω.
«περάστε θαύματα διά μέσου των σφυγμών!»

Μόνο φαντάσματα περνούν, λάφυρα, αιώνες,
Νίκες και ήττες, απ’ τους γρήγορους παλμούς
Κινούνται αργά, σαν χαλασμένα, σε κανόνες
Κι εγώ παράλυτη απ’ του φόβου τους τριγμούς.

Μα δεν μπορείς πια την αλήθεια να μου κρύψεις
Όλα είναι εδώ και φανερώνονται απλά
Κι αν είναι τώρα στον γκρεμό να καταλήξεις
Κάν’το γενναία, πάρε κι εμένα αγκαλιά.

Αυτή την ώρα στο κενό που θα βρεθούμε
Λέξεις μην πεις, μη βρεις περίτεχνες φωνές
Τις πιο μικρές μας σιγουριές ν’ απαρνηθούμε
Παλιών ερώτων τις ασφάλειες τις δειλές

Αιφνιδίασέ με με το βλέμμα σου εκείνο
Που κρατούσε αιχμάλωτη την πιο αθώα ματιά
Να θυμηθώ, πώς είναι μυστικά να λύνω
Και να τα’ αφήνω στου ανέμου την τροχιά

Αν είναι αυτό το υδατογράφημμα της τρέλας
Κι ο πιο καυτός πυρήνας του φιλιού
Φίλα τα μάτια μου μπροστά στο Νότιο Σέλας
Στο μύθο μέσα του «μισού πορτοκαλιού»

Τώρα το ξέρεις, τώρα ξέρω και για μένα
Αυτή εδώ είναι η κορυφαία μας στιγμή
Τα πάθη όλα, τα λάθη όλα, κερασμένα
Στην άγρια χίμαιρα που φτιάξαμε μαζί

Έτσι τελειώνοντας αυτό μας το ταξίδι
Κυνηγημένοι απ’ των φθαρμένων τη φθορά
Μας κλείνει μέσα του καμπυλωτό κοχύλι
Ενός καινούριου ταξιδιού η διαφορά.


ΧΑΡΙΤΙΝΗ ΞΥΔΗ

ΣΠΟΥΔΗ ΣΕ 3 ΑΣΤΕΡΙΑ

Κασσιόπη, Ηνίοχε, Κύκνε
ενωμένοι φλογοβόλοι σπόνδυλοι,

σεμνά σημειώματα σας στέλνω
τη γλώσσα μου ν’ αλλάξω στο στερέωμα,

στα βράγχια της θάλασσας
τις χορδές σας τεντώνω,
ώσπου να φτάσω κολυμπώντας,

στον ιστό σας γράφω ευχές,
ένα φάρο στην κοιλιά σας οχυρώνω,
γιατί στα μάτια σας η ζάχαρη διαλύθηκε.


ΖΩΗ ΝΙΚΟΛΟΠΟΥΛΟΥ

ΤΑ ΠΑΠΟΥΤΣΙΑ

Ποιος εξαφάνισε τους ανθρώπους
απ' το δρόμο;

Στα πεζοδρόμια απόμειναν
παπούτσια.
Από συνήθεια αντιγράφουν
την κίνηση, περπατάνε.
Οδηγούνται στις διαβάσεις
σταματούν στο φανάρι
κι ύστερα συνεχίζουν...

Ολόκληρη πόλη χραπ-χρουπ
χραπ-χρουπ...
κατάπιε τη γλώσσα της βουής.
Κανείς δεν είχε τίποτε
να πει προηγουμένως.

ΘΟΔΩΡΗΣ ΒΟΡΙΑΣ

ΤΟ ΑΓΑΛΜΑ

Άδικα σ’ έστησαν στο κρηπίδωμα τότε
Πάνε τρεις χιλιάδες χρόνια
Ο ανδριάντας σου κρατήθηκε όρθιος
Τριάντα καλοκαίρια
Όσα και ο αμαρτωλός σου βίος

Ένας σεισμός σε καταχώνιασε
Στην ανωνυμία και τη λάσπη
Μέχρι που σ’ ανάσυρε
Μια ανασκαφή ανέμου

Και να που σ’ ανακάλυψαν οι άνθρωποι
Εσύ σπουδαίο εύρημα

Περίλαμπρος στέκεις στο νέο σου μαυσωλείο
Μουσείο το λένε τώρα
Καινούριο έκθεμα
Ζηλευτός και σπάνιος ανάμεσα σ’ όλους
Οι εποχές φαίνεται που πέρασαν σ’ έκαναν
Πιο επιτηδευμένο

Το θαμπό σου μάτι
Με πόση ειρωνεία αντικρίζει το χαύνο πλήθος

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΡΑΜΜΗΣ

ΚΑΠΝΟΣ ΦΕΥΓΑΤΟΣ

Για λίγο καθώς βάζαμε
τα πέδιλα στα πόδια
καπνός σκέπασε τον ουρανό
και δυσκολευτήκαμε
να βρούμε την τρύπα στο λουρί
μα σαν σηκώσαμε τα μάτια
απορημένοι
να δούμε γιατί σκοτείνιασε
ξαναγύρισε το φως
και κουμπώσαμε τα πέδιλα να βγούμε
με το ερώτημα όμως ακόμη
αν ήταν ένα σύννεφο περαστικό
ή καίγεται μια πόλη

ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΡΟΥΝΙΑΣ

ΔΕΝ ΞΕΧΩΡΙΣΕΣ

Εσύ ποτέ δεν ενδιαφέρθηκες
για θεωρίες στ’ άπειρο
ούτε σε κατηγόρησε κανείς
πως δε διέκρινες της άνοιξης
το χρώμα.

Κάποιες σπονδές,
στις φτέρνες λαβωμένος
(παρ’ όλα τα καινούργια υποδήματα)
και ελλιπείς τις θεωρίες
του συμπαγούς.
Δεν βάλθηκες να ξεχωρίσεις:
σου αρκούν τα πέλματα
των ελεφάντων.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΟΜΟΝΗΣ

ΔΙΑΦΑΝΗ ΓΥΜΝΙΑ

Θα βγω γυμνός στο δρόμο
να σε προϋπαντήσω,
γιατί δεν έχω να σου κρύψω τίποτε.

ΣΤΕΛΙΟΣ ΘΑΛΑΣΣΙΝΟΣ

ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΛΑΛΙΑ

Ελεύθερη
σαν τα πουλιά η λαλιά μας
έτσι κι αγγίζει το χαρτί
βαλσαμώθηκε.

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΦΩΣΤΑΙΝΗΣ

Η ΜΙΚΡΗ ΑΠΟΡΙΑ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

Απόψε Οδυσσέα η Πηνελόπη
για άντρα της διαλέγει
ένα νεαρό και πλούσιο μνηστήρα.

Νεκρός εσύ.
Πίνεις ακόμα το κρασί
που απ’ τις θηλές σου στάζει η Καλυψώ.

Κι αναρωτιούνται οι Θεοί:
Άραγε δεν είχε η Πηνελόπη αρκετή υπομονή
ή μήπως είχ’ η Καλυψώ
περίσσια γλύκα;

ΤΗΛΕΜΑΧΟΣ ΤΣΑΡΔΑΚΑΣ

ΣΤΗ ΘΗΡΕΥΤΡΙΑ ΤΩΝ ΟΝΕΙΡΩΝ

Έπρεπε να έχουμε συναντηθεί
σε εποχές άλλες
Τότε που η δύση
έσπαγε στα παράθυρά σου
Κι εσύ σε ετοιμότητα λύπης
Σε μια τρυφερή αναμονή δακρύων
Να με γκρέμιζες από τη μοτοσικλέτα μου
Κι από τις τσέπες του δερμάτινου
Να άρπαζες τα ποιήματα

ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΟΛΙΑΣ

[HEAVY METAL ΛΕΞΕΙΣ]

Heavy metal λέξεις
στο άκρον άωτον της σιωπής
Ανεξέλεγκτες μουτζούρες
στο πέρα δώθε
αποδημητικών ακροατών

Αχ και να 'ξερα να γράφω
Να δεις τι μετανάστη
πυρετό θα σου 'στελνα

ΜΑΡΙΑ ΡΟΔΟΠΟΥΛΟΥ

ΚΛΕΨΥΔΡΕΣ

Να ’μαστε ακόμα στις χρονοθαλάμες σε γη ανοιχτή ολόγυρα
σφιχτή ολόκλειστη με της βαρύτητας το κύρος
μορφές αμόρφωτα πλασίδια
δίνουν ρυθμό στη νύχτα παράτονα γαυγίσματα
συμβαίνει έτσι ανατολή στις πιο μαύρες νύχτες
θλίψη πάψε κρούστα πυκνού σκοταδιού σπάσε
ξόδι να δέσει και γιορτή Διονύσου θίασος στις λάρνακες
όλο το σφρίγος άθλα επί Πατρόκλω δικός σου θάνατος
φαίδιμε Αχιλλεύ
ψοφοδεή φόβε το βασίλειο της αγάπης τρέμεις
αγάπη λιώνει του σκότους τη σκουριά γίνεται φως
κόκκινη καρδιά παλεύει τον Άδη μπάζει τη γή
στον ουρανό:το σπίτι της
Έβλεπες την ομορφιά έφευγε σε πλάνταζε η φυγή της
μέγγενη στην καλοκαιριά που περισφίγγει σε πυρετού
ζώδια άπειρη ανατολή
βράζαν τα τσίπουρα στη γλώσσα ο γρανίτης ανθότυρο
πορσελάνη γυαλί φεγγίζει αχτιδοσύννεφη πνοή
σταλαματιές ονείρου φρέσκο νερό αρχαία φωτιά στόμα της
πέτρας άγαλμα
Διώνη με πλούσια χέρια χάδι για περιστέρια
χιόνι στολίδι του βουνού πέφτει σαν κρύσταλλο η φωνή
πάγος ανάσα
της φλόγας σάρκα μπήκε το μεσημέρι αγριεμένο φώς
καλοκαιριού

νύσταζες˙ μάς κύκλωνε ζέστα
φεύγεις μέσα στην πόλη αποκεντρώνεσαι

ΕΚΤΩΡ ΠΑΝΤΑΖΗΣ

ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟΙ ΣΤΙΧΟΙ

Όλοι μας
ονειρευόμαστε πολύ κάθε βράδυ.
Αλλά το πρωί τα έχουμε ξεχάσει όλα!
Γι' αυτό οι Ποιητές
είναι τόσο σημαντικοί:
θυμούνται τα όνειρά μας
για λογαριασμό μας

ΤΑΣΟΣ ΚΑΡΤΑΣ

ΚΥΡΙΑΚΗ ΣΤΟ ΓΗΠΕΔΟ

Μπήκα στο κατάμεστο γήπεδο
Στην εξέδρα των επισήμων
Παντού σιωπή
Κοιτάζω τριγύρω
Οι φίλαθλοι νεκροί
Οι παίχτες σκοτωμένοι
Τριάντα χιλιάδες κουφάρια
Μόνος εγώ ζωντανός
Άρχισα να φωνάζω
Συνθήματα

ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΟΥΛΤΟΣ

ΑΠΛΩΣ ΑΝΑΒΕΙ ΤΟ ΚΑΛΟΡΙΦΕΡ

Mυρμήγκια της κουζίνας και του μπάνιου
που όταν ανάβη το καλοριφέρ
νομίζετε πως έρχεται η άνοιξη
και βγαίνετε στη γύρα για τροφή,
πώς μου θυμίζετε το ψέμα της ζωής μου
και της εικονικής πραγματικότητάς μου την αλήθεια
τη στυφή.

Κι αφού δεν έχω το κουράγιο
να πω στον εαυτό μου την αλήθεια,
αφήστε με τουλάχιστον μυρμήγκια
τον έξυπνο με σας να παραστήσω:
- Λοιπόν, δεν έρχεται η άνοιξη˙
απλώς ανάβει το καλοριφέρ, ηλίθια.

ΧΡΙΣΤΟΣ ΔΑΛΚΟΣ

[ΝΗΠΙΑΓΩΓΟΣ ΜΑΡΙΑ]

Η νηπιαγωγός Μαρία είμαι.
Σε τέσσερα χρόνια εργασίας έφαγα δεκατρία παιδιά
χωρίς να με υποψιαστούν.
Τίποτα νοστιμότερο δεν συνάντησα
από το παιδικό κρέας.
Μα όταν μετατέθηκα στη Ζάκυνθο
έπιασα φιλίες με συναδέλφους
και με κατασπάραξαν την Άμοιρη.

ΖΑΧΑΡΙΑΣ ΣΤΟΥΦΗΣ

EDITORIAL

Το «Στιχοδρόμιο» είναι ένας διαδικτυακός χώρος στον οποίο θα δημοσιεύονται ποιήματα. Το κριτήριο δημοσίευσης είναι η αποδοχή των ποιημάτων αυτών, στη βάση της συγκίνησης, από τον διαχειριστή του χώρου. Άλλο κριτήριο δεν υπάρχει.

Ευπρόσδεκτα στο «Στιχοδρόμιο» είναι τα ποιήματα που συγκίνησαν το διαχειριστή του χώρου, όποιος κι αν είναι ο φορέας της διάνοιας που τα παρήγαγε, καθώς και οι αναγνώστες που θα επιδείξουν την καλοσύνη, την περιέργεια ή το ενδιαφέρον να ασχοληθούν με τα ποιήματα αυτά, αναγιγνώσκοντας ή σχολιάζοντάς τα. Υβριστικά και κακοήθη σχόλια δε θα αναρτώνται.

Η συλλογή των ποιημάτων που θα δημοσιεύονται στο «Στιχοδρόμιο» πραγματοποιείται στη βάση του τυχαίου. Πηγές του ιστοχώρου αυτού αποτελούν όλα τα μέσα στα οποία μπορεί να βρεθεί ποίημα.

Όποιος δημιουργός τύχει να βρει αναδημοσιευμένη εργασία του εδώ και δεν επιθυμεί την παρουσία της στο «Στιχοδρόμιο», μπορεί να ειδοποιήσει τον διαχειριστή για την αντίθεσή του χρησιμοποιώντας την ηλεκτρονική διεύθυνση που δίδεται παραπλεύρως, οπότε η ανάρτηση θα αφαιρείται πάραυτα.

Kαλή ανάγνωση,

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Γ. ΜΟΥΖΑΚΗΣ