18 Ιαν 2009

ΣΤΗΝ ΟΥΡΑ

Και περιμένω στο ταμείο να πληρώσω
τα λίγα πράγματα που ψώνισα και λέω:
“αν βιάζεσαι έλα πιο μπροστά”- στον τελευταίο
και μεγαλώνει η χαρά μου άλλο τόσο.

Έτσι μπορώ να σε κοιτάζω, που τα ψώνια
κρατάς, τα πλήκτρα σαν χτυπάς στη μηχανή σου
“δέκα κι εξήντα…” λες, κι ακούω τη φωνή σου,
βλέπω τα χέρια σου που δίνουν τα κουπόνια.

Παρατηρώ τους μορφασμούς, το φέρσιμό σου,
όταν ψιλά τα ρέστα δίνοντας γυρεύεις.
Χαριτωμένα που γελάς, που σοβαρεύεις
-διαβάζω πια κάθε γραμμή στο μέτωπό σου.

Ξέρω πως φτιάχνεις τα μαλλιά σου σαν βαριέσαι
ξέρω τα χείλη πως δαγκώνεις όταν λάθος
κάνεις μια πράξη και φαντάζομαι τι πάθος
θα ʼχει το στόμα σου την ώρα που φιλιέσαι!

Ξέρω αν χαίρεσαι κρυφά κι αν υποφέρεις
ξέρω τι άρωμα φοράς-πότε τʼ άλλάζεις
ξέρω ακόμα απʼ το θυμό σου πότε βράζεις
με ένα δύστροπο πελάτη. Μα δεν ξέρεις

κι εσύ πως έρχομαι για σένα κάθε βράδυ,
άγνωστος μέσα σε αγνώστους, να ψωνίσω
μήπως και βρω μια αφορμή να σου μιλήσω
και τʼ άγγιγμά σου το τυχαίο νιώθω…χάδι!

Πέρασε η ώρα…φτάνω μπρος απʼ το ταμείο
Κανείς ξωπίσω μου να δώσω τη σειρά μου.
Πάει…τελείωσε κι απόψε η χαρά μου…
“Οκτώ και πέντε…ευχαριστώ κύριε…αντίο…”


ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΣΟΛΔΑΤΟΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια: