Η απίστευτη είδηση ότι δεν υπάρχουμε, Ότι όνειρα είμαστε ο ένας του άλλου, Διαδίδεται γρήγορα από στόμα σε στόμα. Τα ανθρώπινα σώματα παραλύουν Παύουν κάθε δραστηριότητα, Κι ατενίζουν άσκοπα τον ορίζοντα.
Περασμένα μεσάνυχτα Σε μια στοά γαμώ μιαν άγνωστη Φθάνει σε οργασμό, Και μ’ έντονους σπασμούς το κορμί της αλλάζει Γίνεται διαυγές, ρευστό Το υδάτινο ον αναβλύζει από το σκοτάδι Αστραπιαία άστρα το διατρέχουν -«Ποια είσαι;» -«Ἡ πραγματικότητα· μόνον εγώ ὑπάρχω»
Τη στιγμή που χύνω, Βλέπω πάν’ απ’ τις στέγες να εναερίζονται, Μεγάλα, ημιδιαφανή ωά -τα όνειρα Στη στιλπνή μεμβράνη καθενός, Αντικατοπτρίζονται όλα τα άλλα Μέσα τους κοιμώνται ανθρώπινα σώματα.
Πίσω από τέσσερις τοίχους μπορεί και κατοικεί στο δωμάτιό μου ο ήχος ενός αυτοκινήτου. Μια λεωφόρος διαπερνά το κρεβάτι, το στρώμα, το πάπλωμα, το όνειρό μου έως την άλλη άκρη του δωματίου. Ο γείτονας τσακώνεται με την γυναίκα του στην κουζίνα μου, ο απέναντι χορεύει λαϊκά για μια αγάπη στο μπαλκόνι μου. Η γυναίκα του πρώτου ορόφου καθαρίζει με χοντρά τακούνια αιωρούμενη στο κέντρο του δωματίου μου πάνω από τη λάμπα. Το αντρόγυνο του δεύτερου ροκανίζει εσωτερικά του τοίχους μου. Η πόρτα μου κλεισμένη ανοιγοκλείνει γοερά μαζί με την πόρτα της εισόδου της πολυκατοικίας. Κι όμως 60 Watt φτάνουν όλα αυτά να τα φωτίσουν.
Πλημμύρα στους μηρούς σου μαύρο αίμα Ψέμα Γονάτισα μονάχα μ’ ένα νεύμα Ψέμα Σαν πεινασμένος π΄ονειρεύεται ένα γεύμα Ψέμα Σαν διψασμένος που ξυπνάει σ’ ένα ρέμα Ψέμα Ευθύς το ήπια όλο από συνήθεια Αλήθεια
Μια κούκλα πάνινη έχω παρέα μου μες στη σοφίτα - μια κούκλα που μιλάει.
- Μ' αγαπάς;
Την αγαπώ πολύ. Πολύ μου μοιάζει. Είναι λεπτή, μελαχρινή γεμάτη χάρη.
Έχει ένα σώμα όμορφο ζεστό χωρίς καρδιά. Ποτέ δεν κλαίει, Πάντα ένα γέλιο Ζωγραφιστό έχει στα χείλη.
Η ευτυχία στην αγκαλιά μου.
- Θα με παντρευτείς;
Ω, ναι μ' όλη τη δύναμη της καρδιάς μου το θέλω. Δεν θέλω να 'μαστε ερασταί απλώς και μόνο. Θα τη γνωρίσω στους γέρους θα παντρευτούμε θα κάνουμε παιδιά - όμορφα παιδιά χωρίς καρδιά, που δε θα κλαίνε μα πάντα να 'χουνε ένα γέλιο ζωγραφιστό στα χείλη,
μπας κι εύρουν κάποια μέρα τελειωμό τα βάσανα κι οι καημοί του κόσμου.
Ανάμεσα στο κίτρινο των τραμ με τα πολυφωνικά καναρινί τραγούδια, στο πράσινο των φαναριών, που εξαπολύει σμήνη επιθυμίας, το τραίνο κουβαλάει ανάσες καθημερινές στο σταθμό Victoria. Οι μορφές αδιάφορες κι ο άγγελος της φωτιάς να ψιθυρίζει: να θυμάσαι, να θυμάσαι το πράσινο. Εκεί κάτω, στις όχθες των υπόγειων διαδρομών με πόσον κόπο η έλλειψη σε φως μεταλλάσσεται. Κραδασμός ελεύθερος από κανόνες υποταγμένους στο ανέκφραστο του σώματος. Με απλωμένες τις ρίζες σου σε άλλον τόπο θ’ ανθίζεις στον πυρετό ύλης ορισμένης.
Φαίνεται πως στα μπαγκάζια σου τα φόρτωσες όλα. Και τα χαρακτηριστικά σου ακόμα. Αλλά πώς γίνεται κι όσοι άντρες συναντώ κρατάν από ένα δώρο σου πατέρα;
Σήμερα, πρώτη του μηνός στη Σαλονίκη, το βρέφος τούτο, μούφεραν νεκρό. Κι' ανοίγοντας το στήθος το μικρό είδα βαθιά κοιτάζοντας με φρίκη, πως είχε στο πνευμόνι τρυπηθεί. Κι' ήταν αυτή αιτία του θανάτου. Μα θάχε απ' το Θεό αγαπηθεί: Στη ράχη ξεφυτρώναν τα φτερά του.
Έξι βαρέλια γέμισε κρασί Με τη σειρά να πίνει γύρω-γύρω Έξι κρασιά μεστώσανε μαζί Στη μοναξιά του να προσφέρουν μύρο
Το πρώτο, φετινό, κατέβηκε νεράκι Το περσινό ελαφρύ δεν το κατάλαβε Το τρίτο δυο χρονών και το μετάλαβε Το τέταρτο, παλιό, το ήπιε με μεράκι Το πέμπτο ήτανε νέκταρ και ζαλίστηκε Το έκτο ήταν τα χείλια της, μέθυσε, κρύφτηκε
Έξι βαρέλια κύλησαν και έσπασαν στον κήπο του Τι γλένταγε δεν έμαθα ποτέ μου Δάκρυα και γέλια άκουσα στο σύντομο ύπνο του Όρθιος κοίταξε ψηλά, αστέρια ή ψίθυρους τ’ ανέμου;
Όταν κατάλαβα πως εγώ ο Κάιν κι ο αδελφός μου Άβελ ή εγώ ο Άβελ κι ο αδελφός μου Κάιν (στο μακρύ διάβα του χρόνου δεν έχει ιδιαίτερη σημασία το ποιος ήταν ποιος) θα ήμασταν υποχρεωμένοι να κοιμηθούμε για πάντα κάτω απ' την ίδια αδιάβροχη κουβέρτα, έχασα κάθε ενδιαφέρον για το φόνο.
Καλά θα κάνουν τα ποιήματα με τις εύπεπτες αυταπάτες τους να αθροίζονται σε μία της ψυχής μεριά που να την βλέπει ο ήλιος. Καλά θα κάνει να μας ξαναπλάσει ο θεός.
Τώρα που ήρθε ο καιρός να ξυπνήσουν τα φίδια αναρωτιέμαι αν θα ’ναι τα ίδια τα παλιά που ντροπαλά κρύβονταν από μπροστά μας για να μη μας τρομάξουν με την έλλειψη αναστήματος.
Άραγε, θα ’χουν την ίδια συστολή κι αυτεπίγνωση τα φετινά δηλητήρια;
Όλο το χειμώνα νοσταλγούσα τους αθώους γκριζοπράσινους φόβους που αργοσάλευαν κρατώντας ασπίδα πλατύγυρο άνθος σημαία εκεχειρίας και συνδιαλλαγής.
Την άνοιξη αυτή, που τ’ αηδόνια θρηνούν σε καμένα κλαριά, προσμένω αλλόκοτα φίδια, γενιά δεινόσαυρου θανάτου.
-Θα γυρίσω στην αυλή σου, Ροδούλα, τώρα που πέθανε ο παππούς παραμυθάς για να σου κρατήσω συντροφιά, ως την ώριμη εποχή που θα φύγουν με τον άνεμο οι βάρβαροι κι ανθίσεις τον εαυτό σου στα κλωνάρια σου.
Φίδια γαλάζια απ’ των παραμυθιών τα σκοτάδια θα ’ρθουν να σβήσουν απ’ το χώμα τα βέβηλα ίχνη.
Στις άλλες μνήμες όσες θέλει ας δίνει η φαντασία παραλλαγές:
.........Στο άφρισμα της θάλασσας ……...που αγγίζουν τα δάχτυλα των ίσκιων .........οδοιπορώντας πάνω στα πλήκτρα των ωρών .........ή σε μια πιο σκούρα απόχρωση .........που παίρνει ο ουρανός τη νύχτα .........καθώς βαθαίνει στον ορίζοντα
Αλλά σ’ εκείνη την εικόνα που χάιδεψαν τα μάτια μου, σ’ εκείνη τη στιγμή που μένει ακίνητη στα χείλη μου, η φαντασία τίποτα δεν έχει να προσθέσει
Ο Τομ και ο Τζέρρυ σταματημένες συνεδρίες. Τέρμα το εκστατικό ταξίδι κι η ισοπεδωτική διαδρομή προς τη σακούλα με τα ψώνια περιγραφικά ασκίαστα ζεστή μυρωδάτη μεσιτεία δουλείας Τζέρρυ η διαγραφή του κύκλου εργασίας στο ψωμάδικο
σου ήταν δύσκολο ν’ αποφύγεις το θεμελίωμα σημασιών όλο στεγνά δοκάρια να μη χωράει να παρεισφρήσει το λιώσιμο καμιάς νεφέλης
τώρα ανύποπτα ο αχός της εμβάπτισης στα αρμονισμένα αρμυρίκια τολμηρά κτερίσματα η τραγουδιστή σαρκοφάγος Τομ
σταματημένα σκυλιά ταιριασμένα στο πλέξιμο χελιδονίσματος Από τέφρα Μνησιπήμων δόμος
Όποιος δημιουργός τύχει να βρει αναδημοσιευμένη εργασία του εδώ και δεν επιθυμεί την παρουσία της στο «Στιχοδρόμιο», μπορεί να ειδοποιήσει το διαχειριστή για την αντίθεσή του χρησιμοποιώντας την ηλεκτρονική διεύθυνση που δίδεται, οπότε η ανάρτηση θα αφαιρείται πάραυτα.